Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μεταίχμιο τα μεταίχμια
      γενική του μεταίχμιου των μεταίχμιων
    αιτιατική το μεταίχμιο τα μεταίχμια
     κλητική μεταίχμιο μεταίχμια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταίχμιο < μετά + αιχμή (το μεταξύ δύο αιχμών)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεταίχμιο ουδέτερο

το μεταίχμιο μεταξύ ζωής και θανάτου

  Μεταφράσεις επεξεργασία