αφηρωισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αφηρωισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αφηρωίζω
Μετοχή
επεξεργασίααφηρωισμένος -η -ο
- (λόγιο) που έχει μετατραπεί σε ήρωα και του απονέμεται λατρεία
- μπροστά στους τάφους των αφηρωισμένων νεκρών αφήνονταν προσφορές