αφηρωίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αφηρωίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίααφηρωίζω, παθητικό: αφηρωίζομαι, παθητική μετοχή: αφηρωισμένος
- μετατρέπω κάποιον σε ήρωα προς τον οποίο απονέμεται λατρεία
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αφηρωίζω | αφηρώιζα | θα αφηρωίζω | να αφηρωίζω | αφηρωίζοντας | |
β' ενικ. | αφηρωίζεις | αφηρώιζες | θα αφηρωίζεις | να αφηρωίζεις | αφηρώιζε | |
γ' ενικ. | αφηρωίζει | αφηρώιζε | θα αφηρωίζει | να αφηρωίζει | ||
α' πληθ. | αφηρωίζουμε | αφηρωίζαμε | θα αφηρωίζουμε | να αφηρωίζουμε | ||
β' πληθ. | αφηρωίζετε | αφηρωίζατε | θα αφηρωίζετε | να αφηρωίζετε | αφηρωίζετε | |
γ' πληθ. | αφηρωίζουν(ε) | αφηρώιζαν αφηρωίζαν(ε) |
θα αφηρωίζουν(ε) | να αφηρωίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αφηρώισα | θα αφηρωίσω | να αφηρωίσω | αφηρωίσει | ||
β' ενικ. | αφηρώισες | θα αφηρωίσεις | να αφηρωίσεις | αφηρώισε | ||
γ' ενικ. | αφηρώισε | θα αφηρωίσει | να αφηρωίσει | |||
α' πληθ. | αφηρωίσαμε | θα αφηρωίσουμε | να αφηρωίσουμε | |||
β' πληθ. | αφηρωίσατε | θα αφηρωίσετε | να αφηρωίσετε | αφηρωίστε | ||
γ' πληθ. | αφηρώισαν αφηρωίσαν(ε) |
θα αφηρωίσουν(ε) | να αφηρωίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αφηρωίσει | είχα αφηρωίσει | θα έχω αφηρωίσει | να έχω αφηρωίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αφηρωίσει | είχες αφηρωίσει | θα έχεις αφηρωίσει | να έχεις αφηρωίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αφηρωίσει | είχε αφηρωίσει | θα έχει αφηρωίσει | να έχει αφηρωίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αφηρωίσει | είχαμε αφηρωίσει | θα έχουμε αφηρωίσει | να έχουμε αφηρωίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αφηρωίσει | είχατε αφηρωίσει | θα έχετε αφηρωίσει | να έχετε αφηρωίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αφηρωίσει | είχαν αφηρωίσει | θα έχουν αφηρωίσει | να έχουν αφηρωίσει |
|