Ετυμολογία

επεξεργασία
αφηρωίζω < λείπει η ετυμολογία

αφηρωίζω, παθητικό: αφηρωίζομαι, παθητική μετοχή: αφηρωισμένος

  • μετατρέπω κάποιον σε ήρωα προς τον οποίο απονέμεται λατρεία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία