αυτοσεβασμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυτοσεβασμός < αυτο- + σεβασμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική self-respect)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααυτοσεβασμός αρσενικό
- ο σεβασμός και η εκτίμηση που νιώθουμε προς τον εαυτό μας, προς το πρόσωπό μας, συναίσθημα που μας βοηθά να φερόμαστε με αξιοπρέπεια, αποφεύγοντας μειωτικές για την ηθική μας αξιοπρέπεια και αξία πράξεις και ενέργειες
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αυτοσεβασμός