↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοεκτίμηση οι αυτοεκτιμήσεις
      γενική της αυτοεκτίμησης* των αυτοεκτιμήσεων
    αιτιατική την αυτοεκτίμηση τις αυτοεκτιμήσεις
     κλητική αυτοεκτίμηση αυτοεκτιμήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοεκτιμήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αυτοεκτίμηση < αυτο- + εκτίμηση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική self-esteem)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αυτοεκτίμηση θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία