αυτοεικόνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αυτοεικόνα < αυτο- + εικόνα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική self-image)
Ουσιαστικό επεξεργασία
αυτοεικόνα θηλυκό
- (νεολογισμός) (ψυχολογία) η εικόνα που έχει κάποιος για τον εαυτό του
αυτοεικόνα θηλυκό