↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοαντίληψη οι αυτοαντιλήψεις
      γενική της αυτοαντίληψης* των αυτοαντιλήψεων
    αιτιατική την αυτοαντίληψη τις αυτοαντιλήψεις
     κλητική αυτοαντίληψη αυτοαντιλήψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοαντιλήψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αυτοαντίληψη < αυτο- + αντίληψη ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική self-perception)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αυτοαντίληψη θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία