αυτοσυναίσθημα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αυτοσυναίσθημα < αυτο- + συναίσθημα ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική Selbstgefühl[1] [2])
Ουσιαστικό επεξεργασία
αυτοσυναίσθημα[3] ουδέτερο
- (ψυχολογία) η εκτίμηση που έχει ή δεν έχει κάποιος για τον εαυτό του και τα συναισθήματα που απορρέουν απ’ αυτή
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αυτοσυναίσθημα
|
- ↑ αυτοσυναίσθημα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ αυτοσυναίσθημα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ αυτοσυναίσθημα - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)