αυτοσυναίσθηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυτοσυναίσθηση | οι | αυτοσυναισθήσεις |
γενική | της | αυτοσυναίσθησης* | των | αυτοσυναισθήσεων |
αιτιατική | την | αυτοσυναίσθηση | τις | αυτοσυναισθήσεις |
κλητική | αυτοσυναίσθηση | αυτοσυναισθήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοσυναισθήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αυτοσυναίσθηση < αυτο- + συναίσθηση
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.fto.siˈne.sθi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐το‐συ‐ναί‐σθη‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίααυτοσυναίσθηση[1] θηλυκό
- (λόγιο) αυτογνωσία, αυτεπίγνωση, αυτοσυνείδηση
- ※ Παρότι η αυτοσυναίσθηση μπορεί να είναι οδυνηρά έντονη, όπως στην εφηβεία, η έλλειψή της συνεπάγεται και αυτή κινδύνους. (Αυταρέσκεια, ναρκισσισμός, ψυχανάλυση και… selfies, Καθημερινή, 15 Αυγούστου 2014)
Μεταφράσεις
επεξεργασία αυτοσυναίσθηση
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αυτοσυναίσθηση - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας