↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτορευστοποιούμενος η αυτορευστοποιούμενη το αυτορευστοποιούμενο
      γενική του αυτορευστοποιούμενου της αυτορευστοποιούμενης του αυτορευστοποιούμενου
    αιτιατική τον αυτορευστοποιούμενο την αυτορευστοποιούμενη το αυτορευστοποιούμενο
     κλητική αυτορευστοποιούμενε αυτορευστοποιούμενη αυτορευστοποιούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτορευστοποιούμενοι οι αυτορευστοποιούμενες τα αυτορευστοποιούμενα
      γενική των αυτορευστοποιούμενων των αυτορευστοποιούμενων των αυτορευστοποιούμενων
    αιτιατική τους αυτορευστοποιούμενους τις αυτορευστοποιούμενες τα αυτορευστοποιούμενα
     κλητική αυτορευστοποιούμενοι αυτορευστοποιούμενες αυτορευστοποιούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αυτορευστοποιούμενος < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική self-liquidating. Μορφολογία αναλύεται σε αυτο- + ρευστοποιούμενος. • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

αυτορευστοποιούμενος, -η, -ο

  1. (νεολογισμός, οικονομία) αυτό που από την ίδια την λειτουργία του παρέχει το ποσό για την αποπληρωμή του κεφαλαίου που απαιτήθηκε (συνήθως μέσω δανεισμού) για την απόκτησή του
  2. (νεολογισμός, οικονομία) που σχετίζεται με συναλλαγές όπου διαφορά αγαθά μετατρέπονται σε ρευστό (χρήμα) σε ένα (σχετικά) σύντομο χρονικό διάστημα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία