αυτορευστοποιούμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυτορευστοποιούμενος < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική self-liquidating. Μορφολογία αναλύεται σε αυτο- + ρευστοποιούμενος. • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Μετοχή
επεξεργασίααυτορευστοποιούμενος, -η, -ο
- (νεολογισμός, οικονομία) αυτό που από την ίδια την λειτουργία του παρέχει το ποσό για την αποπληρωμή του κεφαλαίου που απαιτήθηκε (συνήθως μέσω δανεισμού) για την απόκτησή του
- (νεολογισμός, οικονομία) που σχετίζεται με συναλλαγές όπου διαφορά αγαθά μετατρέπονται σε ρευστό (χρήμα) σε ένα (σχετικά) σύντομο χρονικό διάστημα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις αυτός, ρευστοποιώ, ρευστός και ρέω
Μεταφράσεις
επεξεργασία αυτορευστοποιούμενος