Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ρευστοποιούμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ρευστοποιούμεν
ος
η
ρευστοποιούμεν
η
το
ρευστοποιούμεν
ο
γενική
του
ρευστοποιούμεν
ου
της
ρευστοποιούμεν
ης
του
ρευστοποιούμεν
ου
αιτιατική
τον
ρευστοποιούμεν
ο
τη
ρευστοποιούμεν
η
το
ρευστοποιούμεν
ο
κλητική
ρευστοποιούμεν
ε
ρευστοποιούμεν
η
ρευστοποιούμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ρευστοποιούμεν
οι
οι
ρευστοποιούμεν
ες
τα
ρευστοποιούμεν
α
γενική
των
ρευστοποιούμεν
ων
των
ρευστοποιούμεν
ων
των
ρευστοποιούμεν
ων
αιτιατική
τους
ρευστοποιούμεν
ους
τις
ρευστοποιούμεν
ες
τα
ρευστοποιούμεν
α
κλητική
ρευστοποιούμεν
οι
ρευστοποιούμεν
ες
ρευστοποιούμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
ρευστοποιούμενος
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
ρευστοποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ρευστοποιούμενος