↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρευστοποιούμενος η ρευστοποιούμενη το ρευστοποιούμενο
      γενική του ρευστοποιούμενου της ρευστοποιούμενης του ρευστοποιούμενου
    αιτιατική τον ρευστοποιούμενο τη ρευστοποιούμενη το ρευστοποιούμενο
     κλητική ρευστοποιούμενε ρευστοποιούμενη ρευστοποιούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρευστοποιούμενοι οι ρευστοποιούμενες τα ρευστοποιούμενα
      γενική των ρευστοποιούμενων των ρευστοποιούμενων των ρευστοποιούμενων
    αιτιατική τους ρευστοποιούμενους τις ρευστοποιούμενες τα ρευστοποιούμενα
     κλητική ρευστοποιούμενοι ρευστοποιούμενες ρευστοποιούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ρευστοποιούμενος




  Μεταφράσεις

επεξεργασία