ρευστοποιούμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Μετοχή
επεξεργασία
ρευστοποιούμενος
- μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος ρευστοποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ρευστοποιούμενος
|
ρευστοποιούμενος
|