↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτοκαθαριζόμενος η αυτοκαθαριζόμενη το αυτοκαθαριζόμενο
      γενική του αυτοκαθαριζόμενου της αυτοκαθαριζόμενης του αυτοκαθαριζόμενου
    αιτιατική τον αυτοκαθαριζόμενο την αυτοκαθαριζόμενη το αυτοκαθαριζόμενο
     κλητική αυτοκαθαριζόμενε αυτοκαθαριζόμενη αυτοκαθαριζόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτοκαθαριζόμενοι οι αυτοκαθαριζόμενες τα αυτοκαθαριζόμενα
      γενική των αυτοκαθαριζόμενων των αυτοκαθαριζόμενων των αυτοκαθαριζόμενων
    αιτιατική τους αυτοκαθαριζόμενους τις αυτοκαθαριζόμενες τα αυτοκαθαριζόμενα
     κλητική αυτοκαθαριζόμενοι αυτοκαθαριζόμενες αυτοκαθαριζόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αυτοκαθαριζόμενος: μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος αυτοκαθαρίζομαι

αυτοκαθαριζόμενος, -η, -ο

  • που καθαρίζεται μόνος του
    Σουηδοί ερευνητές δημιούργησαν δύο επαναστατικά υλικά με τα οποία κατάφεραν να κατασκευάσουν ένα νέο τύπο πιατικών με εντυπωσιακές ιδιότητες με κυριότερη ότι είναι... αυτοκαθαριζόμενα. Αυτό σημαίνει ότι στα πιάτα αυτά δεν «κολλούν» πλέον οι τροφές και οι σάλτσες, ενώ τα υγρά απωθούνται. (*)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία