Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτοαναφορικός η αυτοαναφορική το αυτοαναφορικό
      γενική του αυτοαναφορικού της αυτοαναφορικής του αυτοαναφορικού
    αιτιατική τον αυτοαναφορικό την αυτοαναφορική το αυτοαναφορικό
     κλητική αυτοαναφορικέ αυτοαναφορική αυτοαναφορικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτοαναφορικοί οι αυτοαναφορικές τα αυτοαναφορικά
      γενική των αυτοαναφορικών των αυτοαναφορικών των αυτοαναφορικών
    αιτιατική τους αυτοαναφορικούς τις αυτοαναφορικές τα αυτοαναφορικά
     κλητική αυτοαναφορικοί αυτοαναφορικές αυτοαναφορικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτοαναφορικός < αυτο- + αναφορικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική self-referential)

  Επίθετο επεξεργασία

αυτοαναφορικός, -ή, -ό

  • που αναφέρεται στον εαυτό του

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία