ετεροαναφορικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ετεροαναφορικός < ετερο- + αναφορικός
Επίθετο
επεξεργασίαετεροαναφορικός
- που κάποιος άλλος αναφέρεται σ’ αυτόν
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ετεροαναφορικός
|
ετεροαναφορικός
|