Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αυτεπαγωγέας οι αυτεπαγωγείς
      γενική του αυτεπαγωγέα των αυτεπαγωγέων
    αιτιατική τον αυτεπαγωγέα τους αυτεπαγωγείς
     κλητική αυτεπαγωγέα αυτεπαγωγείς
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτεπαγωγέας (αυτο-) αυτ- + επαγωγή (< (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική autoinducer [όρος του 1970])

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αυτεπαγωγέας θηλυκό

Σημειώσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία