αυτεπαγωγέας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυτεπαγωγέας (αυτο-) αυτ- + επαγωγή (< (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική autoinducer [όρος του 1970])
Ουσιαστικό
επεξεργασίααυτεπαγωγέας θηλυκό
- (νεολογισμός) (βιοχημεία) κάθε εξωκυτταρική ουσία (μόρια σηματοδότησης) που παράγεται από βακτήρια, στο πλαίσιο διαδικασίας επικοινωνίας των βακτηριακών κυττάρων
Σημειώσεις
επεξεργασία- δεν πρέπει να συγχέεται με το φαινόμενο της αυτεπαγωγής στη φυσική (ηλεκτρολογία)
Μεταφράσεις
επεξεργασία αυτεπαγωγέας