αυτεπαγωγή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αυτεπαγωγή < (αυτο-) αυτ- + επαγωγή (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική self-inductance
Ουσιαστικό επεξεργασία
αυτεπαγωγή θηλυκό
- (ηλεκτρολογία) ιδιότητα ηλεκτρικού αγωγού κατά την οποία μία μεταβολή στην ένταση του ηλεκτρικού ρεύματος που τον διαρρέει δημιουργεί μία ηλεκτρεγερτική δύναμη (τάση) στα άκρα του σύμφωνα με τον τύπο , όπου ο συντελεστής αυτεπαγωγής.
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αυτεπαγωγή