Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτεπαγωγή οι αυτεπαγωγές
      γενική της αυτεπαγωγής των αυτεπαγωγών
    αιτιατική την αυτεπαγωγή τις αυτεπαγωγές
     κλητική αυτεπαγωγή αυτεπαγωγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτεπαγωγή < (αυτο-) αυτ- + επαγωγή (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική self-inductance

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αυτεπαγωγή θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία