↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυθυποβολή οι αυθυποβολές
      γενική της αυθυποβολής των αυθυποβολών
    αιτιατική την αυθυποβολή τις αυθυποβολές
     κλητική αυθυποβολή αυθυποβολές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αυθυποβολή < αυθ- + υποβολή (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική autosuggestion[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.fθi.po.voˈli/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αυθυποβολή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία