αυθυποβάλλομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυθυποβάλλομαι < αυθ- ( < αυτο-) + υποβάλλομαι ( < υπο- + βάλλομαι). Δείτε και αυθυποβολή
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.fθi.poˈva.lo.me/
Ρήμα
επεξεργασίααυθυποβάλλομαι, π.αόρ.: αυθυποβλήθηκα, χωρίς ενεργητική φωνή (αποθετικό ρήμα)
- υποβάλλομαι από μόνος μου σε κάτι (μια ιδέα κ.λπ.)
Συγγενικά
επεξεργασία- αυθυποβολή
- και → δείτε τη λέξη βάλλω
Κλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αυθυποβάλλομαι
|