Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ατεζάριστος η ατεζάριστη το ατεζάριστο
      γενική του ατεζάριστου της ατεζάριστης του ατεζάριστου
    αιτιατική τον ατεζάριστο την ατεζάριστη το ατεζάριστο
     κλητική ατεζάριστε ατεζάριστη ατεζάριστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ατεζάριστοι οι ατεζάριστες τα ατεζάριστα
      γενική των ατεζάριστων των ατεζάριστων των ατεζάριστων
    αιτιατική τους ατεζάριστους τις ατεζάριστες τα ατεζάριστα
     κλητική ατεζάριστοι ατεζάριστες ατεζάριστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ατεζάριστος < α- + τεζάρ(ω) + -ιστος

  Επίθετο επεξεργασία

ατεζάριστος, -η, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη τέζα

  Μεταφράσεις επεξεργασία