τέζα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τέζα < (άμεσο δάνειο) ιταλική tesa < teso < λατινική tensus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος tendo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ten- (τείνω)
Προφορά
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίατέζα
- τεντωμένος, τσιτωμένος
- (μεταφορικά) (οικείο) ακίνητος, ξαπλωμένος
- (μεταφορικά) (οικείο) νεκρός, πεθαμένος
- (μεταφορικά) (οικείο) μεθυσμένος
- (μεταφορικά) (οικείο) γεμισμένος
Συγγενικά
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- έμεινα τέζα → δείτε την έκφραση: τα κακάρωσα
Μεταφράσεις
επεξεργασία τέζα
→ δείτε τις λέξεις νεκρός και μεθυσμένος |