Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασφαλίσιμος η ασφαλίσιμη το ασφαλίσιμο
      γενική του ασφαλίσιμου της ασφαλίσιμης του ασφαλίσιμου
    αιτιατική τον ασφαλίσιμο την ασφαλίσιμη το ασφαλίσιμο
     κλητική ασφαλίσιμε ασφαλίσιμη ασφαλίσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασφαλίσιμοι οι ασφαλίσιμες τα ασφαλίσιμα
      γενική των ασφαλίσιμων των ασφαλίσιμων των ασφαλίσιμων
    αιτιατική τους ασφαλίσιμους τις ασφαλίσιμες τα ασφαλίσιμα
     κλητική ασφαλίσιμοι ασφαλίσιμες ασφαλίσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασφαλίσιμος < ασφαλισ- (ασφαλίζω) + -ιμος, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική insurable

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.sfaˈli.si.mos/

  Επίθετο επεξεργασία

ασφαλίσιμος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία