ασφαλίσιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ασφαλίσιμος < ασφαλισ- (ασφαλίζω) + -ιμος, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική insurable
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.sfaˈli.si.mos/
Επίθετο
επεξεργασίαασφαλίσιμος, -η, -ο
- που μπορεί να ασφαλιστεί, που είναι δυνατόν να ασφαλιστεί
Συγγενικά
επεξεργασία- ασφαλισιμότητα
- → δείτε τις λέξεις ασφαλίζω, ασφάλεια και σφάλλω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ασφαλίσιμος