ασυνθηκολόγητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασυνθηκολόγητος < α- + συνθηκολογώ + -τος
Επίθετο επεξεργασία
ασυνθηκολόγητος
- που δεν έχει συνθηκολογήσει με άλλον ή δεν μπορεί να συνθηκολογήσει
- ασυμβίβαστος
Συγγενικά επεξεργασία
- ασυνθηκολόγητα
- → δείτε τις λέξεις συνθηκολογώ, συνθήκη και λέγω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασυνθηκολόγητος