Δείτε επίσης: ἀστροφεγγιά

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αστροφεγγιά οι αστροφεγγιές
      γενική της αστροφεγγιάς των αστροφεγγιών
    αιτιατική την αστροφεγγιά τις αστροφεγγιές
     κλητική αστροφεγγιά αστροφεγγιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αστροφεγγιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀστροφεγγιά. Μορφολογικά αναλύεται σε αστρο- + φέγγ(ω) + -ιά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.stɾo.feŋˈɟa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐στρο‐φεγ‐γιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αστροφεγγιά θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις άστρο, αστέρας και φέγγω

  Μεταφράσεις επεξεργασία