↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασκούμενος η ασκούμενη το ασκούμενο
      γενική του ασκούμενου της ασκούμενης του ασκούμενου
    αιτιατική τον ασκούμενο την ασκούμενη το ασκούμενο
     κλητική ασκούμενε ασκούμενη ασκούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασκούμενοι οι ασκούμενες τα ασκούμενα
      γενική των ασκούμενων των ασκούμενων των ασκούμενων
    αιτιατική τους ασκούμενους τις ασκούμενες τα ασκούμενα
     κλητική ασκούμενοι ασκούμενες ασκούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ασκούμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα ασκούμαι

ασκούμενος, -η, -ο

  • αυτός που ασκείται σε ένα επάγγελμα, καθώς ασκείται
    Ως ασκούμενος δικηγόρος δεν βγάζει ουτε 500 ευρώ το μήνα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία