Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ασκούμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ασκούμεν
ος
η
ασκούμεν
η
το
ασκούμεν
ο
γενική
του
ασκούμεν
ου
της
ασκούμεν
ης
του
ασκούμεν
ου
αιτιατική
τον
ασκούμεν
ο
την
ασκούμεν
η
το
ασκούμεν
ο
κλητική
ασκούμεν
ε
ασκούμεν
η
ασκούμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ασκούμεν
οι
οι
ασκούμεν
ες
τα
ασκούμεν
α
γενική
των
ασκούμεν
ων
των
ασκούμεν
ων
των
ασκούμεν
ων
αιτιατική
τους
ασκούμεν
ους
τις
ασκούμεν
ες
τα
ασκούμεν
α
κλητική
ασκούμεν
οι
ασκούμεν
ες
ασκούμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ασκούμενος
<
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
ασκούμαι
Μετοχή
επεξεργασία
ασκούμενος, -η, -ο
αυτός που
ασκείται
σε ένα επάγγελμα, καθώς ασκείται
Ως
ασκούμενος
δικηγόρος δεν βγάζει ουτε 500 ευρώ το μήνα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ασκούμενος
αγγλικά
:
intern
(en)
γαλλικά
:
stagiaire
(fr)