αρχιχρονιάτικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αρχιχρονιάτικος < αρχιχρονιά + -τικος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aɾ.çi.xɾoˈɲa.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐χι‐χρο‐νιά‐τι‐κος
Επίθετο επεξεργασία
αρχιχρονιάτικος, -η, -ο[1]
- που έχει σχέση με την αρχιχρονιά ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις αρχιχρονιά, αρχή και χρόνος
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αρχιχρονιάτικος
|
- ↑ αρχηχρονιάτικος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας