αρχαιολογικός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αρχαιολογικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀρχαιολογικός (που γνωρίζει παλιά πράγματα).[1][2] Μορφολογικά αναλύεται σε αρχαιολογ(ία) + -ικός.
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /aɾ.çe.lo.ʝiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐χαι‐ο‐λο‐γι‐κός
ΕπίθετοΕπεξεργασία
αρχαιολογικός
- (αρχαιολογία) που αφορά ή έχει σχέση με την αρχαιολογία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αρχαιολογικός
Επεξεργασία
- ↑ «αρχαιολογικός» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ «αρχαιολογικός» - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό Λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας