↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρχαιολατρία οι αρχαιολατρίες
      γενική της αρχαιολατρίας των αρχαιολατριών
    αιτιατική την αρχαιολατρία τις αρχαιολατρίες
     κλητική αρχαιολατρία αρχαιολατρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αρχαιολατρία < αρχαιολάτρης + -ία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική archæolatry)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αρχαιολατρία θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία