Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αρχαιοφιλία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αρχαιοφιλί
α
οι
αρχαιοφιλί
ες
γενική
της
αρχαιοφιλί
ας
των
αρχαιοφιλι
ών
αιτιατική
την
αρχαιοφιλί
α
τις
αρχαιοφιλί
ες
κλητική
αρχαιοφιλί
α
αρχαιοφιλί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αρχαιοφιλία
<
αρχαιόφιλος
+
-ία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αρχαιοφιλία
θηλυκό
η
αρχαιολατρία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αρχαιοφιλία
→
δείτε
τη λέξη
αρχαιολατρία