αρχαιολατρικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αρχαιολατρικά < αρχαιολατρικός + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
αρχαιολατρικά
Συγγενικά επεξεργασία
- αρχαιολατρικά
- → δείτε τις λέξεις αρχαιολατρία, αρχαίος και λατρεύω
Μεταφράσεις επεξεργασία
αρχαιολατρικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
αρχαιολατρικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αρχαιολατρικός