αρχαιολάτρισσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αρχαιολάτρισσα < αρχαιολάτρης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό επεξεργασία
αρχαιολάτρισσα θηλυκό
- θηλυκό του αρχαιολάτρης
Μεταφράσεις επεξεργασία
αρχαιολάτρισσα
|
αρχαιολάτρισσα θηλυκό
|