αρυτίδωτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
αρυτίδωτος
- (κυριολεκτικά) που δεν έχει ρυτίδες
- (μεταφορικά) ήρεμος, γαλήνιος
- ※ Ένα κοπάδι χρυσόψαρα επιδίδεται σε ωραίους σχηματισμούς στο αρυτίδωτο γαλάζιο. (*)
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ρυτίδα
Μεταφράσεις επεξεργασία
αρυτίδωτος