αριά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aɾˈʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ριά
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
αριά < αριός
Επίρρημα επεξεργασία
αριά (χρονικό επίρρημα)
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αριά | οι | αριές |
γενική | της | αριάς | των | αριών |
αιτιατική | την | αριά | τις | αριές |
κλητική | αριά | αριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- αριά < αρχαία ελληνική ἀρία δρῦς
Ουσιαστικό επεξεργασία
αριά θηλυκό
- (βοτανική) είδος βελανιδιάς
- ταξινομικός όρος: Quercus ilex L., Sp. Pl. 2: 995 (1753).
- ※ Η τρούφα απορροφά υδατάνθρακες. Τα δέντρα αυτά ονομάζονται «ξενιστές». Οι πιο κοινοί είναι η βελανιδιά, η αριά, το πουρνάρι και η φουντουκιά.
- Καλλιόπη Πατέρα, Στην αρχαιότητα την τρούφα την έλεγαν «ύδνον», Η Καθημερινή, 12 Ιανουαρίου 2017
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- αριά στη Βικιπαίδεια
- Quercus ilex στο species.wikimedia.org
Μεταφράσεις επεξεργασία
αριά
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
αριά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αριό
Πηγές επεξεργασία
- αριά - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας