↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρεταϊκός η αρεταϊκή το αρεταϊκό
      γενική του αρεταϊκού της αρεταϊκής του αρεταϊκού
    αιτιατική τον αρεταϊκό την αρεταϊκή το αρεταϊκό
     κλητική αρεταϊκέ αρεταϊκή αρεταϊκό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρεταϊκοί οι αρεταϊκές τα αρεταϊκά
      γενική των αρεταϊκών των αρεταϊκών των αρεταϊκών
    αιτιατική τους αρεταϊκούς τις αρεταϊκές τα αρεταϊκά
     κλητική αρεταϊκοί αρεταϊκές αρεταϊκά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αρεταϊκός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική aretaic < αρχαία ελληνική ἀρετή

  Επίθετο

επεξεργασία

αρεταϊκός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία