Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποφυλακιστήριος η αποφυλακιστήρια το αποφυλακιστήριο
      γενική του αποφυλακιστήριου της αποφυλακιστήριας του αποφυλακιστήριου
    αιτιατική τον αποφυλακιστήριο την αποφυλακιστήρια το αποφυλακιστήριο
     κλητική αποφυλακιστήριε αποφυλακιστήρια αποφυλακιστήριο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποφυλακιστήριοι οι αποφυλακιστήριες τα αποφυλακιστήρια
      γενική των αποφυλακιστήριων των αποφυλακιστήριων των αποφυλακιστήριων
    αιτιατική τους αποφυλακιστήριους τις αποφυλακιστήριες τα αποφυλακιστήρια
     κλητική αποφυλακιστήριοι αποφυλακιστήριες αποφυλακιστήρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποφυλακιστήριος < αποφυλακίζω + -τήριος

  Επίθετο επεξεργασία

αποφυλακιστήριος, -α, -ο

  1. που έχει σχέση με την αποφυλάκιση, αναφέρεται σ’ αυτή ή συμβάλλει σ’ αυτή
  2. (ουσιαστικοποιημένο) αποφυλακιστήριο: επίσημο έγγραφο που βεβαιώνει την αποφυλάκιση πρώην φυλακισμένου

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία