αποφυλακιστήριος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποφυλακιστήριος < αποφυλακίζω + -τήριος
Επίθετο επεξεργασία
αποφυλακιστήριος, -α, -ο
- που έχει σχέση με την αποφυλάκιση, αναφέρεται σ’ αυτή ή συμβάλλει σ’ αυτή
- (ουσιαστικοποιημένο) αποφυλακιστήριο: επίσημο έγγραφο που βεβαιώνει την αποφυλάκιση πρώην φυλακισμένου
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις αποφυλακίζω, φυλακίζω, φυλακή και φυλάττω
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποφυλακιστήριος
|