Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποσωλήνωση οι αποσωληνώσεις
      γενική της αποσωλήνωσης* των αποσωληνώσεων
    αιτιατική την αποσωλήνωση τις αποσωληνώσεις
     κλητική αποσωλήνωση αποσωληνώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποσωληνώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποσωλήνωση < αποσωληνώνω + -ση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική extubation)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.po.so.ˈli.no.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐σω‐λή‐νω‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποσωλήνωση θηλυκό

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία