αποσωλήνωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποσωλήνωση | οι | αποσωληνώσεις |
γενική | της | αποσωλήνωσης* | των | αποσωληνώσεων |
αιτιατική | την | αποσωλήνωση | τις | αποσωληνώσεις |
κλητική | αποσωλήνωση | αποσωληνώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποσωληνώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αποσωλήνωση < αποσωληνώνω + -ση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική extubation)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.po.so.ˈli.no.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐σω‐λή‐νω‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίααποσωλήνωση θηλυκό
- (ιατρική) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αποσωληνώνω
- ※ «Ξύπνησε» μετά την αποσωλήνωση ο 6χρονος Φώτης που τραυματίστηκε στα καρτ. (…) Αποσωληνώθηκε με επιτυχία ο 6χρονος Φώτης, ο οποίος νοσηλευόταν στη ΜΕΘ Παίδων του ΠΓΝΠ μετά από ατύχημα που σημειώθηκε κατά τη διάρκεια επίδειξης καρτ την προηγούμενη Κυριακή. Σύμφωνα με πηγές του νοσοκομείου το παιδί άνοιξε τα μάτια, κούνησε χέρια και πόδια, βρίσκεται σε καλή κατάσταση και η πορεία της υγείας του εξελίσσεται ομαλά. (www.ertnews.gr, 23.09.2021)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αποσωλήνωση