πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποσωλήνωση οι αποσωληνώσεις
      γενική της αποσωλήνωσης* των αποσωληνώσεων
    αιτιατική την αποσωλήνωση τις αποσωληνώσεις
     κλητική αποσωλήνωση αποσωληνώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποσωληνώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.po.so.ˈli.no.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αποσωλήνωση

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αποσωλήνωση θηλυκό

Αντώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία