Δείτε επίσης: αλακάρτ, καρτ ποστάλ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Καρτ εσωτερικού χώρου.

  Ετυμολογία επεξεργασία

καρτ < αγγλική kart / cart / go-cart < πρωτογερμανική *krattaz / *krattijô / *kradō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gret- (κλουβί, καλάθι) < *ger-

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καρτ ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία