καρτ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καρτ < αγγλική kart / cart / go-cart < πρωτογερμανική *krattaz / *krattijô / *kradō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gret- (κλουβί, καλάθι) < *ger-
Ουσιαστικό επεξεργασία
καρτ ουδέτερο άκλιτο
- μικρό αυτοκίνητο αγώνων σε ειδική πίστα