αποσωληνώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποσωληνώνω < απο- + σωληνώνω ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική extubate)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.po.so.li.ˈno.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐σω‐λη‐νώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίααποσωληνώνω (παθητική φωνή: αποσωληνώνομαι)
- (ιατρική) αφαιρώ τον σωλήνα που είχα τοποθετήσει με τη διασωλήνωση
- ※ «Ξύπνησε» μετά την αποσωλήνωση ο 6χρονος Φώτης που τραυματίστηκε στα καρτ. (…) Αποσωληνώθηκε με επιτυχία ο 6χρονος Φώτης, ο οποίος νοσηλευόταν στη ΜΕΘ Παίδων του ΠΓΝΠ μετά από ατύχημα που σημειώθηκε κατά τη διάρκεια επίδειξης καρτ την προηγούμενη Κυριακή. Σύμφωνα με πηγές του νοσοκομείου το παιδί άνοιξε τα μάτια, κούνησε χέρια και πόδια, βρίσκεται σε καλή κατάσταση και η πορεία της υγείας του εξελίσσεται ομαλά. (www.ertnews.gr, 23.09.2021)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αποσωλήνωση
- → δείτε τις λέξεις από και σωλήνας
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποσωληνώνω | αποσωλήνωνα | θα αποσωληνώνω | να αποσωληνώνω | αποσωληνώνοντας | |
β' ενικ. | αποσωληνώνεις | αποσωλήνωνες | θα αποσωληνώνεις | να αποσωληνώνεις | αποσωλήνωνε | |
γ' ενικ. | αποσωληνώνει | αποσωλήνωνε | θα αποσωληνώνει | να αποσωληνώνει | ||
α' πληθ. | αποσωληνώνουμε | αποσωληνώναμε | θα αποσωληνώνουμε | να αποσωληνώνουμε | ||
β' πληθ. | αποσωληνώνετε | αποσωληνώνατε | θα αποσωληνώνετε | να αποσωληνώνετε | αποσωληνώνετε | |
γ' πληθ. | αποσωληνώνουν(ε) | αποσωλήνωναν αποσωληνώναν(ε) |
θα αποσωληνώνουν(ε) | να αποσωληνώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποσωλήνωσα | θα αποσωληνώσω | να αποσωληνώσω | αποσωληνώσει | ||
β' ενικ. | αποσωλήνωσες | θα αποσωληνώσεις | να αποσωληνώσεις | αποσωλήνωσε | ||
γ' ενικ. | αποσωλήνωσε | θα αποσωληνώσει | να αποσωληνώσει | |||
α' πληθ. | αποσωληνώσαμε | θα αποσωληνώσουμε | να αποσωληνώσουμε | |||
β' πληθ. | αποσωληνώσατε | θα αποσωληνώσετε | να αποσωληνώσετε | αποσωληνώστε | ||
γ' πληθ. | αποσωλήνωσαν αποσωληνώσαν(ε) |
θα αποσωληνώσουν(ε) | να αποσωληνώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποσωληνώσει | είχα αποσωληνώσει | θα έχω αποσωληνώσει | να έχω αποσωληνώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποσωληνώσει | είχες αποσωληνώσει | θα έχεις αποσωληνώσει | να έχεις αποσωληνώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποσωληνώσει | είχε αποσωληνώσει | θα έχει αποσωληνώσει | να έχει αποσωληνώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποσωληνώσει | είχαμε αποσωληνώσει | θα έχουμε αποσωληνώσει | να έχουμε αποσωληνώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποσωληνώσει | είχατε αποσωληνώσει | θα έχετε αποσωληνώσει | να έχετε αποσωληνώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποσωληνώσει | είχαν αποσωληνώσει | θα έχουν αποσωληνώσει | να έχουν αποσωληνώσει |
|