αποξήλωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποξήλωση | οι | αποξηλώσεις |
γενική | της | αποξήλωσης* | των | αποξηλώσεων |
αιτιατική | την | αποξήλωση | τις | αποξηλώσεις |
κλητική | αποξήλωση | αποξηλώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποξηλώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποξήλωση < αποξηλώνω + -ση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική dismantling )
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποξήλωση θηλυκό
- (λόγιο) (νεολογισμός) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αποξηλώνω
- Για την αποξήλωση παροχής λόγω κατεδάφισης του ακινήτου ή λόγω επικινδυνότητας απαιτούνται τα ακόλουθα: Αίτηση μικρών εργασιών (έντυπο ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε.). Άδεια κατεδάφισης (σε περίπτωση κατεδάφισης) (*)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποξήλωση
|