αποξήλωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποξήλωμα ουδέτερο
- (λόγιο) (νεολογισμός) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αποξηλώνω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποξήλωμα
|
Δείτε επίσης : αποξύλωση, αποξύλιασμα, αποψίλωση, αποξήλωση |
αποξήλωμα ουδέτερο
|