Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απονευρωμένος η απονευρωμένη το απονευρωμένο
      γενική του απονευρωμένου της απονευρωμένης του απονευρωμένου
    αιτιατική τον απονευρωμένο την απονευρωμένη το απονευρωμένο
     κλητική απονευρωμένε απονευρωμένη απονευρωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απονευρωμένοι οι απονευρωμένες τα απονευρωμένα
      γενική των απονευρωμένων των απονευρωμένων των απονευρωμένων
    αιτιατική τους απονευρωμένους τις απονευρωμένες τα απονευρωμένα
     κλητική απονευρωμένοι απονευρωμένες απονευρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

απονευρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου απονευρώνω

  Μετοχή επεξεργασία

απονευρωμένος, -η, -ο

  1. (ιατρική) που έχει απονευρωθεί, που έχει υποστεί απονεύρωση
  2. (μεταφορικά) που έχει χάσει τη ζωτικότητά του, που έχει εξασθενήσει

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία