Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απονεύρωση οι απονευρώσεις
      γενική της απονεύρωσης* των απονευρώσεων
    αιτιατική την απονεύρωση τις απονευρώσεις
     κλητική απονεύρωση απονευρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απονευρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απονεύρωση < (καθαρεύουσα) απονεύρωσις < απονευρώνω + -σις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απονεύρωση θηλυκό

  1. η θεραπεία ενός χαλασμένου δοντιού με αφαίρεση του νεύρου
    του είχα κάνει απονεύρωση πριν μερικά χρόνια αλλά τώρα τελευταία άρχισε πάλι να με πονάει
  2. (μεταφορικά) η αποδυνάμωση

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία