απονεύρωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απονεύρωση | οι | απονευρώσεις |
γενική | της | απονεύρωσης* | των | απονευρώσεων |
αιτιατική | την | απονεύρωση | τις | απονευρώσεις |
κλητική | απονεύρωση | απονευρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, απονευρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- απονεύρωση < (καθαρεύουσα) απονεύρωσις < απονευρώνω + -σις
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπονεύρωση θηλυκό
- η θεραπεία ενός χαλασμένου δοντιού με αφαίρεση του νεύρου
- του είχα κάνει απονεύρωση πριν μερικά χρόνια αλλά τώρα τελευταία άρχισε πάλι να με πονάει
- (μεταφορικά) η αποδυνάμωση
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία απονεύρωση