απονευρώσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααπονευρώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απονευρώνω
- θα απονευρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απονευρώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίααπονευρώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του απονεύρωση