Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

απονευρώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απονευρώνω
  2. θα απονευρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απονευρώνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

απονευρώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του απονεύρωση