απολυτρωτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απολυτρωτικός < από + λυτρωτικός (< λυτρώνω)
Επίθετο επεξεργασία
απολυτρωτικός
- που χαρίζει την τελική λύτρωση
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
απολυτρωτικός
απολυτρωτικός