délivrant
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | délivrant | délivrants |
θηλυκό | délivrante | délivrantes |
Επίθετο επεξεργασία
délivrant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | délivrant | délivrants |
θηλυκό | délivrante | délivrantes |
délivrant (fr)