λυτρωτικός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- λυτρωτικός < μεσαιωνική ελληνική λυτρωτικός < ελληνιστική κοινή λυτρωτής
ΕπίθετοΕπεξεργασία
λυτρωτικός
- που συμβάλλει στη λύτρωση
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
λυτρωτικός
|
λυτρωτικός
|