απολυτρωτικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απολυτρωτικά < απολυτρωτικός
Επίρρημα
επεξεργασίααπολυτρωτικά
- με απολυτρωτικό τρόπο
- η θυσία του Χριστού λειτούργησε απολυτρωτικά για τους ανθρώπους
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία απολυτρωτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααπολυτρωτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του απολυτρωτικό