Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

απολυτρώνω < μεσαιωνική ελληνική απολυτρώνω < (ελληνιστική κοινήἀπολυτρόω / ἀπολυτρῶ

  Ρήμα επεξεργασία

απολυτρώνω (παθητική φωνή: απολυτρώνομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία