Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απολυτρωμένος η απολυτρωμένη το απολυτρωμένο
      γενική του απολυτρωμένου της απολυτρωμένης του απολυτρωμένου
    αιτιατική τον απολυτρωμένο την απολυτρωμένη το απολυτρωμένο
     κλητική απολυτρωμένε απολυτρωμένη απολυτρωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απολυτρωμένοι οι απολυτρωμένες τα απολυτρωμένα
      γενική των απολυτρωμένων των απολυτρωμένων των απολυτρωμένων
    αιτιατική τους απολυτρωμένους τις απολυτρωμένες τα απολυτρωμένα
     κλητική απολυτρωμένοι απολυτρωμένες απολυτρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

απολυτρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου απολυτρώνω

  Μετοχή επεξεργασία

απολυτρωμένος, -η, -ο

  1. που έχει ελευθερωθεί πληρώνοντας λύτρα
  2. (μεταφορικά) που έχει ελευθερωθεί από μια δυσμενή κατάσταση

  Μεταφράσεις επεξεργασία