↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποικιστικός η αποικιστική το αποικιστικό
      γενική του αποικιστικού της αποικιστικής του αποικιστικού
    αιτιατική τον αποικιστικό την αποικιστική το αποικιστικό
     κλητική αποικιστικέ αποικιστική αποικιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποικιστικοί οι αποικιστικές τα αποικιστικά
      γενική των αποικιστικών των αποικιστικών των αποικιστικών
    αιτιατική τους αποικιστικούς τις αποικιστικές τα αποικιστικά
     κλητική αποικιστικοί αποικιστικές αποικιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποικιστικός < αποικιστ(ής) + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

αποικιστικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία