Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποικιστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αποικιστικ
ός
η
αποικιστικ
ή
το
αποικιστικ
ό
γενική
του
αποικιστικ
ού
της
αποικιστικ
ής
του
αποικιστικ
ού
αιτιατική
τον
αποικιστικ
ό
την
αποικιστικ
ή
το
αποικιστικ
ό
κλητική
αποικιστικ
έ
αποικιστικ
ή
αποικιστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αποικιστικ
οί
οι
αποικιστικ
ές
τα
αποικιστικ
ά
γενική
των
αποικιστικ
ών
των
αποικιστικ
ών
των
αποικιστικ
ών
αιτιατική
τους
αποικιστικ
ούς
τις
αποικιστικ
ές
τα
αποικιστικ
ά
κλητική
αποικιστικ
οί
αποικιστικ
ές
αποικιστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αποικιστικός
<
αποικιστ(ής)
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
αποικιστικός, -ή, -ό
που έχει
σχέση
με τον
αποικισμό
ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
αποικία
,
από
και
οίκος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποικιστικός
αγγλικά
:
colonisation
(en)
,
colonization
(en)