απογραμμικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααπογραμμικός, -ή, -ό
- (πληροφορική) (νεολογισμός) που δεν είναι συνδεμένος την στιγμή αυτή σε κάποιο ευρύτερο δίκτυο
- (πληροφορική) (νεολογισμός) που δεν είναι διαθέσιμος μέσω διαδικτύου ή είναι συνδεμένος στο διαδίκτυο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- απογραμμικά
- → δείτε τη λέξη γραμμή