↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απογραμμικός η απογραμμική το απογραμμικό
      γενική του απογραμμικού της απογραμμικής του απογραμμικού
    αιτιατική τον απογραμμικό την απογραμμική το απογραμμικό
     κλητική απογραμμικέ απογραμμική απογραμμικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απογραμμικοί οι απογραμμικές τα απογραμμικά
      γενική των απογραμμικών των απογραμμικών των απογραμμικών
    αιτιατική τους απογραμμικούς τις απογραμμικές τα απογραμμικά
     κλητική απογραμμικοί απογραμμικές απογραμμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απογραμμικός < απο- + γραμμή + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική offline)

  Επίθετο

επεξεργασία

απογραμμικός, -ή, -ό

  1. (πληροφορική) (νεολογισμός) που δεν είναι συνδεμένος την στιγμή αυτή σε κάποιο ευρύτερο δίκτυο
  2. (πληροφορική) (νεολογισμός) που δεν είναι διαθέσιμος μέσω διαδικτύου ή είναι συνδεμένος στο διαδίκτυο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία